Οι Ρωμαίοι παράλλαξαν αυτό τον μύθο, ο οποίος καταγράφηκε από τον Υγίνο (περιληπτικά) και τον Οβίδιο (αναλυτικότερα, στις «Μεταμορφώσεις» του, βιβλίο 4, στ.55-166) ως εξής:
Οι Θίσβη και Πύραμος ζούσαν σε γειτονικά σπίτια (μεσοτοιχία) στη Βαβυλώνα επί βασιλείας Σεμιράμιδος και, καθώς οι γονείς τους τους είχαν απαγορεύσει να παντρευτούν, επικοινωνούσαν ηχητικά από μία ρωγμή στον κοινό τοίχο. Τελικώς συμφώνησαν πως μια νύχτα θα συναντιόνταν κρυφά στον «Τάφο του Νίνου», ύψωμα έξω από την πόλη, όπου υπήρχε πηγή. Η Θίσβη έφθασε πρώτη εκεί, αλλά κρύφτηκε επειδή είδε μια λέαινα που πήγε να ξεδιψάσει στην πηγή αφού είχε φάει. Το πέπλο όμως της Θίσβης είχε πέσει κάτω και η λέαινα το έπαιξε και το λέρωσε με το ματωμένο στόμα της. Στο μεταξύ ήρθε ο Πύραμος, είδε τις πατημασιές της λέαινας και το ματωμένο πέπλο, και νόμισε ότι η Θίσβη είχε φαγωθεί από το λιοντάρι. Γεμάτος απόγνωση και ενοχή επειδή είχε συμφωνήσει να συναντηθούν σε επικίνδυνο μέρος, αυτοκτόνησε με το σπαθί του. Η Θίσβη, όταν βγήκε από την κρυψώνα της και είδε τον Πύραμο νεκρό, αυτοκτόνησε με το ίδιο σπαθί.
Το αίμα των δύο νέων ήταν τόσο που οι καρποί της μουριάς βάφτηκαν κόκκινοι από άσπροι που ήταν. Η στάχτη τους ενώθηκε μέσα σε μια υδρία και τα κλαδιά της μουριάς σκέπασαν τον τάφο τους.